- επίσχεστρο
- το [επίσχεση]κάθε μηχανισμός που χρησιμεύει για επίσχεση τής κινήσεως τών μηχανών, κυρίως που εμποδίζει έναν τροχό να κινηθεί αντίθετα προς την κανονική διεύθυνση τής περιστροφής του, κν. καστανιά, καστανιόλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.